- καταστερισμός
- ο (Α καταστερισμός) [καταστερίζω]η κατάταξη, η τοποθέτηση μεταξύ τών αστέρων, καταστέριση*αρχ.(στον πληθ. ως κύριο όν.) Καταστερισμοία) τίτλος συγγράμματος τού Ιππάρχου περί αστερισμώνβ) τίτλος συγγράμματος που αποδίδεται στον Ερατοσθένη και περιέχει τους μύθους τών διαφόρων αστερισμών.
Dictionary of Greek. 2013.